ραμφόρυγχος

ραμφόρυγχος
ο, Ν
(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος πρωτόγονων ιπτάμενων ερπετών που ανήκει στην ομάδα τών πτεροσαυρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhamphorhynchus (< ῥάμφος + ῥύγχος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πτεροσαύρια — (pterosauria). Τάξη ερπετών, που έχει εκλείψει. Xαρακτηρίζονταν για το μέγεθος του κεφαλιού τους και το μήκος του λαιμού τους, σε σχέση με το μικρό τους σώμα. Τα οστά τους είχαν αεροφόρες κοιλότητες, όπως των πουλιών και τα μπροστινά τους άκρα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”